- υποφαυσκω
- ὑποφαύσκωὑπο-φαύσκωбрезжить, рассветать
ὑποφαύσκοντος Arst. — на рассвете
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑποφαύσκοντος Arst. — на рассвете
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποφαύσκω — Α ὑποφώσκω*, αρχίζω να φέγγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φαύσκω «φωτίζω, φανερώνω»] … Dictionary of Greek
υποφώσκω — ὑποφώσκω ΝΑ αρχίζω να φέγγω, αχνοφέγγω (α. «υποφώσκει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. τού ρ. ὑποφαύσκω, κατ επίδραση τής λ. φῶς (πρβλ. διαφαύσκω: διαφώσκω] … Dictionary of Greek